Η Ηπειρώτισσα που ξεχωρίζει στην Ιταλία με το ταλέντο της στην μπάλα

Τατιάνα Γεωργίου

Συνέντευξη στην Μαριλένα Καλόπλαστου και το gazzetta.gr

Έπαιζε στον δρόμο, στο σπίτι, στην αυλή του σπιτιού. Ήταν «το κορίτσι που παίζει μπάλα». Όταν ήταν 9 ετών, ήταν σε ακαδημία αγοριών, στην πόλη της, την Ηγουμενίτσα, ήταν το μόνο κορίτσι. Το μόνο «κορίτσι που παίζει μπάλα». Όταν έκλεισε τα 12, πήγε στις Αμαζόνες Θεσπρωτίας. Επιτέλους σε γυναικεία ομάδα. Οι προπονήσεις του κλαμπ ήταν 2 φορές την εβδομάδα και «δεν μου έφτανε». Έτσι συνέχιζε να πηγαίνει και στην ακαδημία των αγοριών.

Η Τατιάνα Γεωργίου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Στην πόλη που βρέχεται από τα νερά του Ιονίου και γειτνιάζει με την Ιταλία. Έπαιζε μπάλα «από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου», όπως λέει χαρακτηριστικά, αδυνατώντας να ανασύρει από τη μνήμη της παιδική ανάμνηση που να μην περιλαμβάνει μια μπάλα. Κι εκείνη να την κλωτσά.

Η ενασχόλησή της με το άθλημα «ήρθε πολύ φυσικά» ήταν κάτι που από νωρίς αγάπησε και ενέταξε στην καθημερινότητά της. Ο πατέρας της (μπαλαδόρος ο ίδιος σε ερασιτεχνικό επίπεδο) την στήριξε εξ’ αρχής σε αυτή την απόφαση. Δεν ήταν καπρίτσιο, δεν ήταν περιστασιακή ασχολία ή χόμπι. Θα γινόταν ποδοσφαιρίστρια.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ηγουμενίτσα, κλειστή κοινωνία. Έπαιζα ποδόσφαιρο με τα ξαδέρφια μου, με φίλους. Έπαιζα παντού. Ήμουν “το κορίτσι που παίζει μπάλα”. Μπήκα σε ακαδημία αγοριών όταν ήμουν 9 ετών. Δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Όταν ήμουν 12 ετών ιδρύθηκε γυναικεία ομάδα στην περιοχή και έτσι πήγα εκεί. Όσο μεγάλωνα υπήρχαν καθηγητές, συγγενείς που μου έλεγαν “και τι θα κάνεις με την μπάλα;” Έτσι σταμάτησα κάποια στιγμή να τους μιλάω για τα όνειρά μου, για να μην ακούω τα σχόλια. Τους έλεγα: “κάνω και στίβο” ή σταματούσα την συζήτηση».

Οι αμφιβολίες και ο δισταγμός των ανθρώπων δεν την επηρέασε. Δεν την αποπροσανατόλισε. Ναι, ήταν «το κορίτσι που παίζει μπάλα» και ήθελε να συνεχίσει να είναι. «Το αγαπάω πάρα πολύ, δεν θα άφηνα κάποιον να μπει ανάμεσα. Όσο διάβαζα για την γυμναστική Ακαδημία, καθόριζα το πρόγραμμα της καθημερινότητάς μου έτσι ώστε να μην χάνω καμία προπόνηση.».

Ήταν λιγότερο από 16 όταν ένας κακός αγωνιστικός χώρος, ένα άλμα και μια άτσαλη προσγείωση σε μια λακκούβα της κόστισαν έναν κομμένο σύνδεσμο, ένα φρένο έξι μηνών στο κυνήγι του ονείρου και μια… αγχωμένη Ελληνίδα μάνα.

«Ένα κακό γήπεδο κι ένα άλμα σε μια λακκούβα όταν ήμουν 15,5 ετών μου κόστισε τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό. Έπαθα ρήξη χιαστών. Δεν είχα καταλάβει όμως τι έγινε. Δεν ήξερα τι ήταν, πόσο σοβαρό ήταν. Όταν έγινε η διάγνωση τους είπα: “ναι εντάξει, μπορώ να παίξω την άλλη βδομάδα;”. Όταν άρχισα να μαθαίνω σιγά – σιγά τι είναι ο τραυματισμός, ήταν ένα μεγάλο χαστούκι για εμένα. Έκανα εγχείρηση. Πέρασαν έξι μήνες για να επανέλθω».

Ο δεύτερος τραυματισμός, η κρίση πανικού και ο φόβος μιας μητέρας

Κι αυτή δεν ήταν η μόνη εμπειρία στη δίνη των τραυματισμών. Πριν από τέσσερα χρόνια, τρία λεπτά πριν το τέλος της καλύτερής της σεζόν «είδα τα όνειρά μου να πεθαίνουν».

«Ήταν σε φιλικό παιχνίδι της Εθνικής. Στο 87′ πέρασα στον αγωνιστικό χώρο και στο 90′ τραυματίστηκα. Αυτή τη φορά το κατάλαβα. Κατάλαβα τι ήταν, το ένιωσα. Έπαθα κρίση πανικού όταν ήμουν ακόμα στον αγωνιστικό χώρο. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ήταν σαν να βλέπεις τα όνειρά σου να πεθαίνουν. Σε μια σεζόν που έπαιζα 90λεπτα, στην καλύτερή μου σεζόν. Τρία λεπτά πριν το τέλος της.

Ο πρώτος άνθρωπος που πήρα τηλέφωνο ήταν ο πατέρας μου. Στη μαμά μου δεν ήθελα να το πω. Θα την ανησυχούσα. Δεν ήθελα, τουλάχιστον πριν το σιγουρέψω. Με πήρε τηλέφωνο και θυμάμαι να μου λέει: “δεν θα σε ρωτήσω αν χτύπησες, έπαιξες λίγο”. Και δεν είπα τίποτα! Όταν έγινε η διάγνωση ήμουν Θεσσαλονίκη, μόνη μου. Της το είπα και έβαλε τα κλάματα. Έκτοτε φοβάται. Με ρωτάει συνέχεια ποτέ θα σταματήσω το ποδόσφαιρο. Έχει όμως να τραβήξει πολλά ακόμα».

Το μεγαλύτερο όνειρό της ήταν «να είναι στην καλύτερη ομάδα της Ελλάδας και στην Εθνική» και η πραγματικότητα προσπέρασε το όνειρο και έτσι η Τατιάνα μετά από πέντε χρόνια στον ΠΑΟΚ βρέθηκε στην Ιταλία. Αρχικά για την Νάπολι, κι ύστερα για την Τσεζένα.

Ένα ταξίδι στην Γερμανία και μια συζήτηση με έναν Έλληνα σερβιτόρο, την έκανε να σκεφτεί: «γιατί όχι το βήμα παραπάνω; γιατί όχι εξωτερικό;».

Η Νάπολη, οι τρελοί οδηγοί κι ο θάνατος του Θεού

«Πιστεύω στην τύχη, έμαθα να ακολουθώ τα σημάδια. Είχα πάει ένα ταξίδι στην ξαδέρφη μου στη Γερμανία, για δύο εβδομάδες. Έπινα καφέ, όταν με προσέγγισε ένας Έλληνας σερβιτόρος και με ρώτησε: “παίζεις στον ΠΑΟΚ; Γιατί δεν έρχεσαι να παίξεις εδώ;”».

Δεν το είχε σκεφτεί ως τότε, ομολογεί. Να φύγει από τη χώρα της, μακριά από την οικογένειά της και τους φίλους της. Να παίξει σε μια ομάδα εκτός Ελλάδας, σε μια χώρα της Ευρώπης όπου το άθλημα δεν είναι παραγκωνισμένο. Που τυγχάνει μεγαλύτερης προβολής. Δεν υπήρχε στα πλάνα της…

«Δεν είχα σκεφτεί να φύγω από τη χώρα ως τότε. Σαν Ελληνίδες δεν έχουμε το όνομα… ακούνε Ελλάδα και σε απορρίπτουν πριν καν πας να σε δουν. Έκατσαν όμως οι συγκυρίες. Ο μάνατζέρ μου έστειλε ένα βίντεο στη Νάπολι. Το είδαν και μου είπαν να πάω να με δοκιμάσουν.»

Το επόμενο βήμα στην καριέρα της έγινε στον ιταλικό νότο. Στην πόλη που πιστεύουν εις έναν Θεό Ντιέγκο Μαραντόνα. Στην πόλη που έχει κάτι από το «άγχος της Αθήνας» και οι οδηγοί «οδηγούν σαν τρελοί». Στην Νάπολη που έχει την θάλασσα που η Τατιάνα λατρεύει από μικρή.

«Έχουμε πολλά κοινά με τους Ναπολιτάνους. Αλλά οδηγούν χειρότερα από εμάς και η πόλη έχει τέτοιους ρυθμούς που σου προκαλεί άγχος».

Στην Ιταλία, η 26χρονη μέσος βρήκε κάτι από Ελλάδα όσον αφορά στη ζωή, αλλά βρήκε κι εντελώς διαφορετική προσέγγιση αναφορικά στο ποδόσφαιρο. Στην Ηγουμενίτσα, ήταν το «κορίτσι που παίζει μπάλα». Στην Θεσσαλονίκη, ήταν η κοπέλα που έπρεπε να δουλεύει, παράλληλα να σπουδάζει και να συγκατοικεί μαζί με την αδερφή της ώστε να μπορούν να βγαίνουν τα έξοδα.

Στο σημείο της γης όπου (μαζί με την Ελλάδα) γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός, έμαθε ότι δεν είναι τόσο παράξενο ένα «κορίτσι να παίζει μπάλα» κι ότι μπορεί να βιοπορίζεται από το άθλημα που αγαπάει. Έμαθε ότι η ναπολιτάνικη πίτσα είναι η καλύτερη σε όλη τη χώρα, κι ότι το επίπεδο στο ποδόσφαιρο Γυναικών άλλαξε γιατί (όταν) οι μεγάλοι σύλλογοι όπως η Γιουβέντους έφτιαξαν γυναικεία τμήματα.

«Διαβάζεις τα σεξιστικά σχόλια και λες, γιατί;»

Στον ιταλικό νότο έμαθε ότι τα γήπεδα έχουν πάντα κόσμο. Κόσμο που στηρίζει και τον γυναικείο αθλητισμό. Ότι μπορεί να βιοπορίζεται από το άθλημα που αγαπάει να υπηρετεί. Κι ότι στις 25 Νοεμβρίου του 2020 «πέθανε ο Θεός».

«Ο τελικός του κυπέλλου Γυναικών, Γιουβέντους – Φιορεντίνα, έγινε στο γήπεδο της “Βέκια Σινιόρα” και ήταν γεμάτο. Εμείς όταν παίξαμε με τον ΠΑΟΚ στους “32” του Champions League ήταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα».

Να ένα παράδοξο. Σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο χάνει ολοένα και περισσότερο την παλιά του αίγλη, κι οι εναπομείναντες ρομαντικοί γυρνούν σαν επαίτες ψάχνοντας κάτι που να «μυρίζει» old school, υπάρχουν παίκτριες που «παίζουμε γιατί το αγαπάμε, όχι γιατί παίρνουμε εκατομμύρια. Κι όμως διαβάζεις τα σεξιστικά σχόλια στα social media, τα βλέπεις και λες γιατί; γιατί μας κρίνετε; Το κάνουμε γιατί το αγαπάμε»!

Εκεί στον Νότο, η Τατιάνα βίωσε και το πρώτο σοκ της πανδημίας. «Θυμάμαι ότι διάβασα όσα γίνονται στη βόρεια Ιταλία, στο Μπέργκαμο. Δεν το βιώναμε έτσι εμείς. Δεν ήταν το ίδιο με αυτά που μου έλεγε η μητέρα μου στο τηλέφωνο. Και ξαφνικά, μέσα σε δύο ημέρες, μπαμ. Έκλεισαν τα πάντα. Οι προπονήσεις σταμάτησαν. Πήρα την τελευταία πτήση και ήρθα Ελλάδα. Έκανα καραντίνα εδώ. Στη συνέχεια, όλα κύλησαν κανονικά. Όπως στους άνδρες. Η χώρα ήταν χωρισμένη σε ζώνες. Είχα την αθλητική ταυτότητα για να μπορώ να δικαιολογώ την μετακίνησή μου προς το προπονητικό κέντρο. Ξεκίνησαν όμως οι προπονήσεις. Όχι όπως στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα το τελευταίο που ξεκίνησε ήταν το ποδόσφαιρο Γυναικών», επισημαίνει.

Η διαχείριση της πανδημίας αναφορικά στον ερασιτεχνικό αθλητισμό και ειδικά το ποδόσφαιρο Γυναικών, επηρέασε και την παρουσία της Εθνικής Ομάδας. Διεθνής από τα μικρότερα κλιμάκια η Τατιάνα -επίσημα από όταν ήταν μόλις 15 ετών- μιλά για τις δυσκολίες που είχε η γαλανόλευκη στα προκριματικό του Euro όταν «μαζευτήκαμε για τα προκριματικά και οι Ελληνίδες που έπαιζαν στη χώρα δεν είχαν κάνει ούτε μια προπόνηση. Κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ομάδες πολύ καλύτερα προετοιμασμένες, όπως η Γερμανία».

Η ευρωπαϊκή της περιήγηση δεν σταμάτησε στη Νάπολη, αφού στη συνέχεια πήρε μεταγραφή στον ιταλικό βορρά, στην Τσεζένα, και εντάχθηκε στην ομώνυμη ομάδα. Το κεφάλαιο Ιταλία περιλαμβάνει μια καθημερινότητα που ξεκινάει με γυμναστήριο το πρωί ή βόλτα στη θάλασσα. Προπόνηση το απόγευμα. Στις 19:00. Αν και εκείνη πάει πάντα μια ώρα νωρίτερα. Κι ύστερα βόλτα για καφέ.

Το μέλλον έχει ακόμα περισσότερο ποδόσφαιρο, αφού πέρα από τους αγωνιστικούς χώρους η διεθνής μέσος έχει τελειώσει την γυμναστική ακαδημία, έχει πάρει πτυχίο προπονητικής και αδημονεί να κάνουν οι μεγάλες ομάδες της Ελλάδας γυναικεία τμήματα αφού «έτσι θα βελτιωθεί η κατάσταση στη χώρα. Αν κάνουν όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι τμήματα γυναικών. Όπως έκανε ο Παναθηναϊκός. Να υπάρχει ανταγωνισμός. Να μη θέλουν οι Ελληνίδες να φύγουν στο εξωτερικό για να εξελιχθούν. Αλλά δυστυχώς, αργεί ακόμα αυτό».

Τι θα κάνει το «κορίτσι που παίζει μπάλα» σε δέκα χρόνια; Δεν γνωρίζει αν θα συνεχίζει να παίζει. Στα σχέδιά της είναι να κάνει οικογένεια. Και ίσως να τα συνδυάσει, όπως «η τερματοφύλακας της Τσεζένα. Γέννησε και 3 μήνες μετά επέστρεψε στις προπονήσεις. Όλοι εδώ την στήριξαν, την είχαν σαν παράδειγμα»!